ἔκρυσις

ἔκρυσις
ἔκρυσις, εως, ἡ (ἐκ + ῥέω; Hippocr., Aristot. et al.; IG XI/2, 144 A, 73 [ἐγρ-], IV/III B.C.; Ezk 40:38) someth. given off as in a stream, outflow, efflux, in description of the miserable death of Judas Papias (3:3).—JKürzinger, Papias v. Hierap. u. d. Evgg. des NT, 1883, p. 104f.—DELG s.v. ῥέω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔκρυσις — efflux fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσει — ἔκρυσις efflux fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκρύσεϊ , ἔκρυσις efflux fem dat sg (epic) ἔκρυσις efflux fem dat sg (attic ionic) ἐκρύ̱σει , ἐκρύομαι deliver fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσεις — ἔκρυσις efflux fem nom/voc pl (attic epic) ἔκρυσις efflux fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσεσι — ἔκρυσις efflux fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσεσιν — ἔκρυσις efflux fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσιες — ἔκρυσις efflux fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκρυσιν — ἔκρυσις efflux fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκροια — ἔκροια, ιων. ἐκροίη, η (Α) βλ. έκρυσις …   Dictionary of Greek

  • έκρυση — η (Α ἔκρυσις) 1. διέξοδος ρέοντος υγρού 2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση) 3. (για τρίχες) πτώση 4. η ουσία που εκρέει …   Dictionary of Greek

  • ἐκρύσεων — ἐκρύσεω̆ν , ἔκρυσις efflux fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσεως — ἐκρύσεω̆ς , ἔκρυσις efflux fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”